Γιατί ο σεισμός-«μαμούθ» των 8,8 Ρίχτερ δεν προκάλεσε τσουνάμι και καταστροφές - Οι ειδικοί εξηγούν
Ήταν ο όγδοος μεγαλύτερος σεισμός στην ιστορία των καταγραφών κι όμως δεν προκάλεσε ούτε μεγάλο τσουνάμι ούτε εκτεταμένες καταστροφές.
Τα ξημερώματα της Τετάρτης 30 Ιουλίου (ώρα Ελλάδας), σημειώθηκε ένας από τους 10 μεγαλύτερους σεισμούς που έγινε ποτέ στην ιστορία των καταγεγραμμένων σεισμικών δονήσεων του πλανήτη.
Ο σεισμός μεγέθους 8,8 της κλίμακας Ρίχτερ «ταρακούνησε» τη θαλάσσια περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, περίπου 120 χιλιόμετρα ανατολικά-νοτιοανατολικά της περιοχής της Καμτσάτκα στη Ρωσία. Το εστιακό βάθος του σεισμού ήταν μόλις 19 χιλιόμετρα.
Ακολούθησαν κάποιοι μετασεισμοί 5,6 και 6,9 Ρίχτερ, αλλά και ένα μαζικό κύμα προειδοποίησης για τσουνάμι σε όλες σχεδόν τις χώρες που βρέχονται από τον Ειρηνικό. Ιδιαίτερη ανησυχία επικράτησε στην Ιαπωνία, τη Χαβάη, τις ακτές της Καλιφόρνια αλλά και στα δυτικά παράλια της Νότιας Αμερικής. Ωστόσο, πέρα από κάποια παλλιρροϊκά φαινόμενα -όχι ιδιαίτερα μεγάλης έντασης- και μεγάλα κύματα, κανένα τεράστιο τσουνάμι δεν προκλήθηκε.

Σύμφωνα με το scientificamerican.com, η τοποθεσία εκδήλωσης του σεισμού, όπου η πλάκα του Ειρηνικού βυθίζεται κάτω από έναν βραχίονα της βορειοαμερικανικής πλάκας και κοντά στην πλάκα της Ευρασίας- μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένα, εξαιρετικά καταστροφικά τσουνάμι. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1952, όταν ένας σεισμός μεγέθους 9,0 βαθμών σάρωσε μια πόλη στη Ρωσία, ενώ παράλληλα προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές στην πιο μακρινή Χαβάη.
Γιατί λοιπόν ο όγδοος μεγαλύτερος σεισμός που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία δεν είχε πιο καταστροφικά αποτελέσματα και δεν προκάλεσε ένα μεγάλο και καταστροφικό τσουνάμι;
Όπως λένε οι επιστήμονες, το συγκεκριμένο ρήγμα παρήγαγε σχεδόν ακριβώς το τσουνάμι που ήταν ικανό να προκαλέσει, ακόμα κι αν διαισθητικά νιώθουμε ότι το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ήταν χειρότερο.

«Πρώτον, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η έκδοση οποιασδήποτε προειδοποίησης είναι μια ιστορία επιτυχίας», λέει ο Ντιέγκο Μέλγκαρ, επιστήμονας σεισμών και τσουνάμι στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον.
Η πρόβλεψη λειτούργησε - Οι καταστροφές στην Καμτσάτκα
«Ένα τσουνάμι δεν χρειάζεται να έχει ύψος 30 πόδια για να προκαλέσει έντονη καταστροφή και θάνατο. Ακόμη και ένα σχετικά μέτριο μπορεί να παρασύρει ανθρώπους και κτίρια με ευκολία. Μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι δεν θα υπάρξει μεγάλος αριθμός θυμάτων - και αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι "οι προειδοποιήσεις βγήκαν και ήταν αποτελεσματικές"», τονίζει ο Μέλγκαρ. «Οι άνθρωποι ξέφυγαν από τον κίνδυνο», πρόσθεσε.
Είναι επίσης δίκαιο να πούμε ότι, για την Καμτσάτκα και τις γύρω περιοχές, υπήρξε στην πραγματικότητα κάποια τοπική καταστροφή. Ο ίδιος ο σεισμός επηρέασε σοβαρά την κοντινή πόλη Πετροπαβλόφσκ-Καμτσάτσκι της ανατολικής Ρωσίας και προκάλεσε διάσπαρτες ζημιές σε κτίρια εκεί.
Επίσης, τα κύματα τσουνάμι έφτασαν σε ύψος έως και 4,5 μέτρα στο Σεβέρο-Κουρίλσκ, μια πόλη στις βόρειες Κουρίλες Νήσους, νότια της Καμτσάτκα, ακριβώς στο επίκεντρο του σεισμού. Σπίτια και τμήματα ενός λιμανιού έχουν καταστραφεί ή παρασυρθεί στη θάλασσα.

Ο τρόπος που δημιουργείται ένα τσουνάμι δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια
Στις χώρες που αντιμετωπίζουν τέτοιους κινδύνους, εάν ένα τσουνάμι είναι πολύ πιθανό να έρθει και θεωρείται δυνητικά επικίνδυνο, εκδίδεται εντολή εκκένωσης για όσους βρίσκονται στην πληγείσα ακτογραμμή.
Όταν εκπέμπονται τέτοιες ειδοποιήσεις, συχνά δίνονται ορισμένες εκτιμήσεις για το ύψος κύματος του τσουνάμι, αλλά αυτοί οι αριθμοί είναι αρχικά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια.
Ένας λόγος είναι επειδή, όταν συμβαίνει ένας σεισμός που προκαλεί τσουνάμι, «η ενέργεια του τσουνάμι δεν κατανέμεται συμμετρικά», εξηγεί ο Amilcar Carrera-Cevallos, ανεξάρτητος σεισμολόγος.

Ένα τσουνάμι δεν κινείται προς προς όλες τις κατευθύνσεις με την ίδια ορμή, επειδή τα ρήγματα δεν διαρρηγνύονται σε μια γραμμική ρήξη. Ούτε η κίνηση του πυθμένα της θάλασσας συμβαίνει ομαλά και προς μία κατεύθυνση, σημειώνει ο επιστήμονας.
«Οι αρχικές προειδοποιήσεις βασίζονται μόνο στο εκτιμώμενο μέγεθος και την τοποθεσία της πηγής, αλλά αυτό από μόνο του δεν καθορίζει πόσο νερό μετατοπίζεται ή πού θα συγκεντρωθούν τα κύματα», τονίζει ο Μέλγκαρ. «Για να προβλέψουν με ακρίβεια τις επιπτώσεις, οι επιστήμονες πρέπει να γνωρίζουν πόσο γλίστρησε το ρήγμα, σε ποια περιοχή και πόσο κοντά στην τάφρο έγινε η ολίσθηση». Και αυτές οι πληροφορίες συνήθως συλλέγονται μία ή δύο ώρες μετά την εμφάνιση του τσουνάμι.
Η σύγκριση με τα φονικά τσουνάμι του 2004 και του 2011
Μπορεί επίσης να συγκρίνει κανείς στο νου του, τον σημερινό σεισμό μεγέθους 8,8 Ρίχτερ με τον σεισμό μεγέθους 9,1 Ρίχτερ του 2011 που έπληξε την ανατολική Ιαπωνία, προκαλώντας ένα τσουνάμι με μέγιστο ύψος κύματος 48 μέτρα - ένα τσουνάμι που σκότωσε περισσότερους από 15.000 ανθρώπους. Ο σεισμός μεγέθους 9,1 Ρίχτερ και το τσουνάμι του 2004 στον Ινδικό Ωκεανό - που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 280.000 ανθρώπους σε μια τεράστια περιοχή - μπορεί επίσης να μας έρχονται στη μνήμη.
Αυτό είναι κατανοητό, αλλά ο σημερινός σεισμός μεγέθους 8,8 Ρίχτερ δεν ήταν τόσο ισχυρός. Η κλίμακα μεγέθους για τους σεισμούς δεν είναι γραμμική. Με άλλα λόγια, μια μικρή αύξηση του μεγέθους ισοδυναμεί με ένα τεράστιο άλμα στην ενέργεια που απελευθερώνεται. Σύμφωνα με την Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία, ένας σεισμός μεγέθους 9,1 Ρίχτερ (όπως το συμβάν της Ιαπωνίας το 2011) είναι σχεδόν τρεις φορές ισχυρότερος από τον σημερινό σεισμό 8,8 Ρίχτερ.
Οι σεισμοί του 2004 και του 2011 «ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτεροι από αυτό το συμβάν», λέει η Τζούντιθ Χάμπαρντ, επιστήμονας σεισμών στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ στην Νέα Υόρκη. Όπως επισημαίνει, οι προηγούμενοι αυτοί σεισμοί ήταν απλώς πιο ικανοί να ωθήσουν έναν τεράστιο όγκο νερού στον ωκεανό σε σχέση με τον σημερινό σεισμό, επισημαίνει.
Το να μην γνωρίζουμε το ακριβές ύψος ενός εισερχόμενου τσουνάμι σε πολλαπλές τοποθεσίες σε όλο τον Ειρηνικό, ωστόσο, είναι δευτερεύον ζήτημα. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι οι προειδοποιήσεις για τσουνάμι έφτασαν σε όσους βρίσκονταν σε κίνδυνο γρήγορα και με ακρίβεια, μετέδιδαν τις ώρες κατά τις οποίες τα τσουνάμι θα έφταναν σε κάθε ακτογραμμή. «Η τρέχουσα στρατηγική προληπτικής εκκένωσης κάνει καλή δουλειά στο να σώζει ζωές», λέει η Χάμπαρντ.